Κάθε Τετάρτη το φορτηγό του Νίκου Αναστασίου, του μανάβη, ξεκινά για τα δύσβατα χωριά της νοτιοδυτικής Πίνδου. Βαθύρρευμα, Νέα Πεύκη, Μεσοχώρα, Αετός, Κορυφή, Λαφίνα, Παχτούρι, Νεράιδα. Κάθε χωριό έχει το δικό του «άσμα», το τραγούδι που επιλέγει ο κυρ Νίκος για να κάνει «είσοδο».
Ετσι αναγνωρίζουν οι κάτοικοι ότι έφτασε ο δικός τους μανάβης, που ακολουθεί την ίδια διαδρομή εδώ και 30 χρόνια. Κάθε εβδομάδα. Βρέξει χιονίσει. Για εκείνους δεν είναι ένας απλός έμπορος, είναι ο άνθρωπός τους, η γέφυρά τους με τον κόσμο. Και φτάνει πάντα «φορτωμένος» με φρούτα και λαχανικά που δεν ευδοκιμούν στην περιοχή, με σπόρους και λουλούδια, αλλά και με κάνα ψωμάκι, φάρμακα, είδη χρωματοπωλείου και υδραυλικών. Ο κύριος Αναστασίου, 64 ετών σήμερα, κατάγεται από το Πολυνέρι, επίσης ένα από τα χωριά της νοτιοδυτικής Πίνδου. Παιδί φτωχής αγροτικής οικογένειας, ξεκίνησε ως πλανόδιος έμπορος «τραγόμαλλων» στα χωριά του Ασπροποτάμου. Τη δεκαετία του ’80 αγόρασε ένα μικρό βανάκι και άρχισε να πουλάει φρούτα και λαχανικά. Για να το αγοράσει, μετανάστευσε με τη γυναίκα του Σοφία στη Γερμανία, όπου δούλεψαν και οι δυο σε εργοστάσιο για έναν χρόνο. Τη δική τους ιστορία, όπως και όσες εκτυλίσσονται γύρω από αυτό το μανάβικο-φορτηγό κατέγραψε ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος στο ανθρωπολογικό του ντοκιμαντέρ «Ο Μανάβης» που προβάλλεται Παρασκευή (22/3), στις 20.30 και Κυριακή (17.30), στην αίθουσα «Τώνια Μαρκετάκη», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
– Αλήθεια, πώς προέκυψε η ιδέα να κινηματογραφήσετε τις περιπέτειες ενός μανάβη;
«Τον μανάβη τον θυμάμαι από την εφηβεία μου, όταν περνούσα τα καλοκαίρια στο Αρματολικό, το χωριό όπου γεννήθηκα, στην Πίνδο. Μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον από τότε. Πριν από δύο χρόνια τού ζήτησα να με πάρει μαζί του στη διαδρομή. Αρχικά σκεπτόμουν να κάνω ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους. Εμεινα όμως έκπληκτος με όσα συνέβαιναν γύρω από το φορτηγάκι του κι έτσι αποφάσισα να παρακολουθήσω το ταξίδι του κατά τη διάρκεια και των τεσσάρων εποχών του χρόνου».
– Παρακολουθώντας αυτό το ετήσιο ταξίδι τι ορισμό θα δίνατε στη λέξη «έμπορος»;
«Ο κύριος Νίκος Αναστασίου με τη γυναίκα του Σοφία γνωρίζουν όλους τους πελάτες τους με το μικρό τους όνομα, κουβεντιάζουν τα προβλήματά τους, παρευρίσκονται στις χαρές και τις λύπες τους. Δεν μιλάμε δηλαδή για «συναλλαγή», αλλά για ανθρώπινη επικοινωνία. Αυτό σημαίνει για μένα «έμπορος»».
– Και οι «πρωταγωνιστές»;
«Πρωταγωνιστές είναι οι μόνιμοι κάτοικοι που συναντάμε στα χωριά και τις τέσσερις εποχές του χρόνου. Οπως ο κυρ Παναγιώτης Τσάκαλος από το χωριό Αετός, κτηνοτρόφος με καταπληκτική στεντόρεια φωνή, η κυρία Φωτεινή, που ζει μόνη της με την αδερφή της στα ριζά του χωριού Βαθύρρευμα, ο μπαρμπα-Νταφίλης, στο ίδιο χωριό, που έχει το χάρισμα να προβλέπει τον καιρό, η αξιαγάπητη γιαγιά Αγγελική στο χωριό Νέα Πεύκη, που συνεχώς αστειεύεται με τους γιους του μανάβη σχετικά με το σεξ και επίσης ο μπαρμπα-Αριστείδης, ένας καταπληκτικός παππούς, που το χειμώνα ταΐζει όλες τις γάτες του χωριού Παχτουρίου, όταν ερημώνει, μέχρι να έρθουν το καλοκαίρι οι «ιδιοκτήτες» τους».
– Ο κύριος Νίκος δέχεται και «παραγγελίες»;
«Ο άνθρωπος μεταφέρει σχεδόν όλα όσα έχει ανάγκη ένα νοικοκυριό. Φέρνει φάρμακα, αναλαμβάνει ακόμη να πληρώσει και λογαριασμούς. Μία φορά μάλιστα του ζήτησαν να φέρει και ένα μεταλλικό κουτί στο οποίο μια γιαγιά θα τοποθετούσε τα οστά του άντρα της μετά την εκταφή».
– Ζώντας από κοντά με ανθρώπους της απομακρυσμένης υπαίθρου ποιες πιστεύετε ότι είναι οι πιο μεγάλες ανάγκες τους;
«Πρώτα η υγειονομική περίθαλψη. Οι άνθρωποι αυτών των χωριών της Πίνδου, ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι, ζουν με το φόβο του τι θα γίνει αν πάθουν κάτι και είναι αποκλεισμένοι. Ποιος θα τους φροντίσει όταν δεν υπάρχει κοντά ούτε ένα υγειονομικό κέντρο ούτε ένας γιατρός; Μετά φυσικά έρχεται η δουλειά. Δεν υπάρχουν καθόλου δουλειές».
– Από αυτή τη «διαδρομή» τι σας επηρέασε εσάς προσωπικά;
«Το ντοκιμαντέρ αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα τον τόπο μου. Σκέφτομαι πολύ συχνά το πείσμα, την αξιοπρέπεια και την αγάπη για τη ζωή κάποιων από αυτούς».
** Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και τηλεόρασης στο Πατρωσικό Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Μόσχας (VGIK). Εχει σκηνοθετήσει για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο ντοκιμαντέρ, σειρές, μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες, ενώ δουλειές του έχουν βραβευτεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το 2000 διδάσκει υποκριτική στον κινηματογράφο σε ανώτερες σχολές Δραματικής Τέχνης. Από το 2004 μέχρι το 2007 δίδασκε στο Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και από το 2009 διδάσκει στο Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου.