Αμφότεροι οι οικισμοί ομοίως είναι χτισμένοι συνήθως σε πλαγιές αμφιθεατρικά, με περιορισμένο οδικό δίκτυο και μονοπάτια πέτρινα τα λεγόμενα καλντερίμια , τα σπίτια τους είναι χτισμένα από πέτρα και φυσικά υλικά για να αντέχουν στις δύσκολες καιρικές συνθήκες με ξύλινα χρωματιστά παράθυρα να σου κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Στις Κυκλάδες όπως και στην Πίνδο συναντάμε γη άγονη και έδαφος για καλλιέργεια λιγοστό, για αυτό με την χρήση πέτρινων τοιχίων συγκρατούσαν το χώμα φτιάχνοντας μικρούς κήπους. Όπου και να γυρίσει το βλέμμα θα δεις πολλά ξωκλήσια εντός και εκτός των οικισμών, ίσως η απομόνωση τελικά να σε φέρνει πιο κοντά στο θεό , ίσως πάλι να ήταν αφορμή για κοινωνικοποίηση, άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως όλες οι κοινωνικές εκδηλώσεις είχαν σαν αφορμή θρησκευτικά γεγονότα όπως οι γιορτές.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου αρκετοί οικισμοί καταστράφηκαν ή εγκαταλείφθηκαν, ενώ άλλοι μετακινήθηκαν από τα ορεινά προς τα πεδινά ή στα αστικά κέντρα, βιώνοντας έτσι μια εγκατάλειψη που πολλά από αυτά τα μέρη τα μετέτρεψε σε θερινές κατοικίες.
Τέλος και στα δύο μέρη συναντάμε κουζίνες λιτές χωρίς εξεζητημένα φαγητά μιας και τα υλικά που υπήρχαν ήταν περιορισμένα και προερχόντουσαν κυρίως από την κτηνοτροφία (τα ορεινά χωρία της Νάξου φημίζονται για τα τυροκομικά τους προϊόντα όπως και τα χωρία της Πίνδου).
Ακόμα και η ρομαντική πλευρά της αναρχίας βρίσκει έκφραση μέσω της ιδιοκτησίας που σε αυτά τα μέρη είναι λίγο συγκεχυμένη σαν έννοια, αν σκεφτεί κανείς πως τα σπίτια μοιραζόντουσαν κάθετα από δυο οι τρεις οικογένειες με κοινή αυλή. Μόνο συνεπαρμένος μπορείς να νιώσεις από την σοφία με την οποία είναι δομημένα τα πάντα, έχοντας σαν συνιστώσα την συμβατότητα με την τοπολογία της ελληνικής φύσης. Δυο κόσμοι τόσο διαφορετικοί με τόσα κοινά , ικανοί να μας διδάξουν με την κοινωνική και οικονομική δομή τους τώρα στην κρίση πως η επιβίωση ίσως να είναι τελικά πιο απλή υπόθεση.